μαριεύς

μαριεύς
μαριεύς, -έως, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαριεύς — a stone that takes fire when water is poured on it masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαριέων — μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen pl μαριέω̆ν , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαριέως — μαριέω̆ς , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen sg μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μαριέα — μαριέᾱ , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”